- μαχητής
- ο , μαχήτρια η боец, воин, борец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαχητής — fighter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… … Dictionary of Greek
μαχητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που συμμετέχει σε μάχη, σε πολεμική σύγκρουση, ο πολεμιστής, ο αγωνιστής: Οι μαχητές θυσιάστηκαν για την πατρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόμαχος ή μαχητής — Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Πρόκειται για αποδημητικά πουλιά, που τον χειμώνα ζουν στην Αφρική και το καλοκαίρι μεταναστεύουν στις εύκρατες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου και αναπαράγονται.… … Dictionary of Greek
μαχηταῖς — μαχητής fighter masc dat pl μαχητός to be fought with fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχηταί — μαχητής fighter masc nom/voc pl μαχητός to be fought with fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητοῦ — μαχητής fighter masc gen sg μαχητός to be fought with masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητῇ — μαχητής fighter masc dat sg (attic epic ionic) μαχητός to be fought with fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητήν — μαχητής fighter masc acc sg (attic epic ionic) μαχητός to be fought with fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητῶν — μαχητής fighter masc gen pl μαχητός to be fought with fem gen pl μαχητός to be fought with masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητά — μαχητά̱ , μαχητής fighter masc nom/voc/acc dual μαχητής fighter masc voc sg μαχητής fighter masc nom sg (epic) μαχητός to be fought with neut nom/voc/acc pl μαχητά̱ , μαχητός to be fought with fem nom/voc/acc dual μαχητά̱ , μαχητός to be fought… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)